ἐπιμήδομαι

ἐπιμήδομαι
ἐπιμήδομαι,
A imagine or contrive a thing against one, δόλον δ' ἐπεμήδετο

πατρί Od.4.437

, cf. Q.S.14.479.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπεμήδετο — ἐπιμήδομαι imagine imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμήσαο — ἐπιμήδομαι imagine aor ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμήδει — ἐπιμήδομαι imagine pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”